Σακελλάριος
Παραλλαγές & Υποκοριστικά
Σακελλάρης, Σάκης
Ετυμολογία
Σακελλάριος < σακέλλη (βαλάντιο, πουγγί, επισκοπική φυλακή) < sacellus (μικρός σάκκος στα λατινικά), εκκλησιαστικό αξίωμα, που απονεμόταν σε πρεσβυτέρους ή διακόνους και του οποίοι ο κάτοχος ασκούσε εποπτεία στα μοναστήρια της επισκοπής, είχε τον έλεγχο της επισκοπικής φυλακής. δίκαζε μικρά παραπτώματα μοναχών κι έφερνε τους μοναχούς που επρόκειτο να χειροτονηθούν στον ιερέα. Στην πολιτική ιεραρχία του Βυζαντίου, σακελλάριος ονομαζόταν ο Υπουργός Οικονομικών, αλλά και ο υπεύθυνος προμηθειών του στρατού.
Συχνότητα Εμφάνισης
0,007%
<0,001%
Ομόρριζα Επώνυμα
Σακελλαράκης | Σακελλαράκη |
Σακελλάρης | Σακελλάρη |
Σακελλαρίδης | Σακελλαρίδου ή Σακελλαρίδη |
Σακελλάριος | Σακελλαρίου |
Σακελλαρίου | Σακελλαρίου |
Σακελλαρόπουλος | Σακελλαροπούλου |
Σακελλίων | Σακελλίων ή Σακελλίωνος |