Ζωτικός Ζωτικού
Τύπος
Ετυμολογία
Ζωτικός < ζωτικός < ζω = αυτός που σχετίζεται με τη ζωή, ο απαραίτητος για τη ζωή.
Ομόρριζα Ονόματα
Ζήσης, Ζησούλα
Ζήσιμος
Ζώης, Ζωή
Ζωοπηγή
Ζωσιμάς
Ζώσιμος, Ζωσιμία
Ζωτικός, Ζωτική
Πανταζής, Πανταζούλα
Πολυζώης, Πολυζώη
Ομόρριζα Επώνυμα
Ζης | Ζη |
Ζησάκης | Ζησάκη |
Ζησάκος | Ζησάκου |
Ζήσαρος | Ζήσαρου |
Ζησέκας | Ζησέκα |
Ζήσης | Ζήση |
Ζησιάδης | Ζησιάδη ή Ζησιάδου |
Ζησίδης | Ζησίδη ή Ζησίδου |
Ζησιμάκης | Ζησιμάκη |
Ζησιμάτος | Ζησιμάτου |
Ζησιμόπουλος | Ζησιμοπούλου |
Ζήσιμος | Ζησίμου |
Ζησίμου | Ζησίμου |
Ζησιόπουλος | Ζησιοπούλου |
Ζήσιος | Ζησίου |
Ζησίου | Ζησίου |
Ζήσκος | Ζήσκου |
Ζήσογλου | Ζήσογλου |
Ζησόπουλος | Ζησοπούλου |
Ζησούδης | Ζησούδη |
Ζησούλης | Ζησούλη |
Ζησούλας | Ζησούλας |
Ζωσιμίδης | Ζωσιμίδη ή Ζωσιμίδου |
Ζωσάκη | Ζωσάκη |
Ζώσης | Ζώση |
Ζωσιμάδης | Ζωσιμάδη |
Ζωσιμάς | Ζωσιμά |
Ζωσόπουλος | Ζωσοπούλου |
Ζωτίκας | Ζωτίκα |