Μισαήλ
Ετυμολογία
Από την εβραϊκή λέξη Misa’el, που σημαίνει «Ποιος είναι σαν το Θεό».
Εορτασμός
17 Δεκεμβρίου († Τρεις παίδες εν καμίνω)
Συχνότητα Εμφάνισης
<0,001%
<0,001%
Άλλες Γλώσσες
Ρουμανικά | Μισαΐλα (Misaila) |
Ομόρριζα Ονόματα
Γαβριήλ, Γαβριηλία
Δανιήλ, Δανιηλία
Ιεζεκιήλ
Μιχαήλ, Μηχαηλία
Ραφαήλ, Ραφαηλία
Σαμουήλ
Ομόρριζα Επώνυμα
Μισαήλ | Μισαήλ |
Μισαηλίδης | Μισαηλίδη ή Μισαηλίδου |
Μισαϊλίδης | Μισαϊλίδη ή Μισαϊλίδου |