Ευδόκιος Ευδοκία
Ετυμολογία
ευδοκία < ευδοκώ. Η ευμενής διάθεση, η επιδοκιμασία, η προερχόμενη από τον Θεό («δόξα εν υψίστοις θεώ και επί γης ειρήνη εν ανθρώποις ευδοκία», Λουκά β΄ ,14). Στα αρχαία χρόνια η λέξη σήμαινε την ευχαρίστηση, το αντικείμενο του πόθου ή της επιθυμίας.
Εορτασμός
1 Μαρτίου († Ευδοκίας οσιομάρτυρος)
Συχνότητα Εμφάνισης
<0,001%
0,252%
Άλλες Γλώσσες
Βουλγαρικά | Εβντοκία (Evdokiya) |
Ρωσικά | Εβντοκία (Evdokiya), Αφντόντια (Avdotya) |
Σλαβομακεδονικά | Εβντόκια (Evdokija) |
Ομόρριζα Ονόματα
Ομόρριζα Επώνυμα
Ευδοκιμίδης | Ευδοκιμίδου ή Ευδοκιμίδη |
Ευδοκίμου | Ευδοκίμου |
Διασημότητες
- Ευδοκία (401-460), αυτοκράτειρα του Βυζαντίου, σύζυγος του Θεοδοσίου Β'.
- Ευδοκία Ρουμελιώτη (γ. 1978), ηθοποιός.