Γενεβιέβη
Παραλλαγές & Υποκοριστικά
Γενοβέφα, Βέφα
Ετυμολογία
Γαλατικής προέλευσης. Πιθανώς να σημαίνει «γυναίκα της φυλής».
Εορτασμός
3 Ιανουαρίου († Οσίας Γενεβιέβης)
Συχνότητα Εμφάνισης
<0,001%
0,014%
Άλλες Γλώσσες
Αγγλικά | Τζινεβιέβ (Genevieve) |
Γαλλικά | Ζενεβιέβ (Geneviève), Ζινέτ (Ginette) |
Ισπανικά | Χενοβέβα (Genoveva) |
Ιταλικά | Τζενοβέφα (Genoveffa) |
Πορτογαλικά | Ζενοβέβα (Genoveva) |
Διασημότητες
Ζενεβιέβ Μπιζόλντ (γ. 1942), καναδή ηθοποιός.