Αδάμ
Παραλλαγές & Υποκοριστικά
Αδάμης, Μάκης
Ετυμολογία
Από την εβραϊκή λέξη adham = άνθρωπος.
Εορτασμός
† Κυριακή προ της Χριστού Γεννήσεως
Συχνότητα Εμφάνισης
0,043%
<0,001%
Άλλες Γλώσσες
Αγγλικά | Άνταμ (Adam) |
Αραβικά | Αντάμ (Adam) |
Γαλλικά | Αντάμ (Adam) |
Γερμανικά | Άνταμ (Adam) |
Ισπανικά | Αδάν (Adan) |
Ιταλικά | Αντάμο (Adamo) |
Λιθουανικά | Αντόμας (Adomas) |
Πορτογαλικά | Αντάου (Adao) |
Τουρκικά | Αντέμ (Adem) |
Ομόρριζα Επώνυμα
Αδάμ | Αδάμ |
Αδαμάκης | Αδαμάκη |
Αδαμάκος | Αδαμάκου |
Αδάμης | Αδάμη |
Αδαμίδης | Αδαμίδη ή Αδαμίδου |
Αδαμίκος | Αδαμίκου |
Αδαμογιάννης | Αδαμογιάννη |
Αδάμογλου | Αδάμογλου |
Αδαμόπουλος | Αδαμοπούλου |
Αδάμος | Αδάμου |
Αδάμου | Αδάμου |
Αδάμωφ | Αδάμωφ |