Κυνηγός Κυνηγού
Τύπος
Ετυμολογία
κύων + άγω = αρχική σημασία, αυτός που οδηγεί τους (κυνηγετικούς) σκύλους.
Άλλες Γλώσσες
Αγγλικά | Χάντερ (Hunter) |
Γαλλικά | Σας (Chasse) |
Γερμανικά | Γέγκερ (Jäger) |
Ισπανικά | Καθαδόρ, Κασαδόρ (Cazador) |
Ιταλικά | Κατσιατόρε (Cacciatore) |
Πορτογαλικά | Κασαντόρ (Caçador) |
Ρωσικά | Αχότνικ (Οkhotnik) |
Ομόρριζα Επώνυμα
Κυνηγάκης | Κυνηγάκη |
Κυνηγαλάκης | Κυνηγαλάκη |
Κυνηγάρης | Κυνηγάρη |
Κυνηγόπουλος | Κυνηγοπούλου |