Κυνηγός Κυνηγού
Τύπος
Ετυμολογία
κύων + άγω = αρχική σημασία, αυτός που οδηγεί τους (κυνηγετικούς) σκύλους.
Άλλες Γλώσσες
![]() |
Χάντερ (Hunter) |
![]() |
Σας (Chasse) |
![]() |
Γέγκερ (Jäger) |
![]() |
Καθαδόρ, Κασαδόρ (Cazador) |
![]() |
Κατσιατόρε (Cacciatore) |
![]() |
Κασαντόρ (Caçador) |
![]() |
Αχότνικ (Οkhotnik) |
Ομόρριζα Επώνυμα
Κυνηγάκης | Κυνηγάκη |
Κυνηγαλάκης | Κυνηγαλάκη |
Κυνηγάρης | Κυνηγάρη |
Κυνηγόπουλος | Κυνηγοπούλου |