Τρόφιμος
Ετυμολογία
Από το επίθετο τρόφιμος < τροφός + -ίμος (αυτός που τρέφεται από κάποιον άλλο).
Εορτασμός
14 Απριλίου († Τροφίμου αποστόλου)
Συχνότητα Εμφάνισης
<0,001%
<0,001%
Άλλες Γλώσσες
Ρωσικά | Τροφίμ (Trofim) |
Ομόρριζα Επώνυμα
Τροφιμίδης | Τροφιμίδη ή Τροφιμίδου |