Ταρσίζιος
Ετυμολογία
Εξελληνισμένος τύπος του ιταλικού ονόματος Tarcisio. Προέρχεται από το λατινικό tarsicius, που με τη σειρά του προέρχεται από την ελληνική λέξη ταρσικός = ο κάτοικος της Ταρσού. Πρόκειται για αντιδάνειο.
Εορτασμός
15 Αυγούστου († Ταρσιζίου μάρτυρος)
Συχνότητα Εμφάνισης
<0,001%
<0,001%
Άλλες Γλώσσες
Γερμανικά | Ταρτσίζιους (Tarzisius) |
Ισπανικά | Ταρθίζιο (Tarcisio) |
Ιταλικά | Ταρτσίζιο (Tarcisio) |
Ουγγρικά | Ταρσίτσιους (Tarzíciusz) |
Πολωνικά | Ταρτσίζιους (Tarcyzjusz) |
Πορτογαλικά | Ταρσίζιου (Tarcisio) |
Ρωσικά | Ταρτσίζι (Тарцизий) |
Ομόρριζα Τοπωνύμια
Ταρσός Κιλικίας (σημερινή Ταρσούς Τουρκίας)