Νεόφυτος Νεοφύτα
Ετυμολογία
νεο + φυτός < φύομαι. Αυτός που βλάστησε πρόσφατα και στην εκκλησιαστική ορολογία, αυτός που βαπίστηκε χριστιανός.
Εορτασμός
- 24 Ιανουαρίου († Οσίου Νεοφύτου του Εγκλείστου)
- 28 Σεπτεμβρίου († Οσίου Νεοφύτου του Εγκλείστου)
Συχνότητα Εμφάνισης
0,015%
<0,001%
Άλλες Γλώσσες
Βουλγάρικα | Νεοφίτ (Neofit) |
Σλαβομακεδονικά | Νεοφίτ (Neofit) |
Ομόρριζα Ονόματα
Νέαρχος
Νεοκλής, Νεόκλεια
Νεονέλης
Νεονίλλα
Νεοπτόλεμος
Νέων
Ομόρριζα Επώνυμα
Νεοφυτίδης | Νεοφυτίδη ή Νεοφυτίδου |
Νέοφυτος | Νεοφύτου |
Νεοφύτου | Νεοφύτου |
Διασημότητες
Νεόφυτος Βάμβας (1776-1855), έλληνας ιερωμένος. Υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους έλληνες λόγιους και είναι ένας από τους λεγόμενους «Δάσκαλους του Γένους», εκπρόσωπος του νεοελληνικού Διαφωτισμού.