Νεόφυτος  Νεοφύτα

Ετυμολογία

νεο  +  φυτός < φύομαι. Αυτός που βλάστησε πρόσφατα και στην εκκλησιαστική ορολογία, αυτός που βαπίστηκε χριστιανός.

Εορτασμός

Συχνότητα Εμφάνισης

0,015%
<0,001%

Άλλες Γλώσσες

Βουλγάρικα Νεοφίτ (Neofit)
Σλαβομακεδονικά Νεοφίτ (Neofit)

Ομόρριζα Ονόματα

Νέαρχος
Νεοκλής, Νεόκλεια
Νεονέλης
Νεονίλλα
Νεοπτόλεμος
Νέων

Ομόρριζα Επώνυμα

Νεοφυτίδης Νεοφυτίδη ή Νεοφυτίδου
Νέοφυτος Νεοφύτου
Νεοφύτου Νεοφύτου

Διασημότητες

Νεόφυτος Βάμβας (1776-1855), έλληνας ιερωμένος. Υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους έλληνες λόγιους και είναι ένας από τους λεγόμενους «Δάσκαλους του Γένους», εκπρόσωπος του νεοελληνικού Διαφωτισμού.