Βενέδικτος Βενεδίκτη
Ετυμολογία
Εξελληνισμένος τύπος του λατινικού ονόματος Benedictus (Ευλογημένος) < bene (ευ, καλώς) + dictum (λόγος).
Εορτασμός
14 Μαρτίου († Οσίου Βενεδίκτου)
Συχνότητα Εμφάνισης
0,003%
0,001%
Άλλες Γλώσσες
Αγγλικά | Μπένεντικτ (Benedict), Μπένετ (Bennett), Μπεν (Ben), Μπένι (Benny) |
Γαλλικά | Μπενουά (Benoit) Μπενουάτ (Benoite) |
Γερμανικά | Μπένεντικτ (Benedikt) Μπενεντίκτα (Benedikta) |
Ισπανικά | Μπενίτο (Benito) Μπενίτα (Benita) |
Ιταλικά | Μπενεντέτο (Benedetto), Μπενίτο (Benito), Μπετίνο (Bettino) Μπενεντέτα (Benedetta), Μπετίνα (Bettina) |
Πορτογαλικά | Μπενεντίτο (Benedito), Μπέντο (Bento) Μπενεντίνα (Benedita) |
Ρωσικά | Μπένεντικτ (Benedikt) |
Ομόρριζα Επώνυμα
Βενέδικτος | Βενεδίκτου |
Διασημότητες
- Μπενίτο Μουσολίνι (1883-1945), ιταλός δικτάτορας.
- Μπενίτο Χουάρεζ (1806-1872), μεξικανός πολιτικός και εθνικός ήρωας.